- κοθρής
- ο , κοθρού η , κοθρίτης ο нищ|ий, -ая
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κοθρής — ο, θηλ. κορθού 1. αυτός που ζητιανεύει ξεροκόμματα, ζητιάνος, ψωμοζήτης 2. ευτελής συμφεροντολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοθρί «ξεροκόμματο»] … Dictionary of Greek